πιένα

πιένα
η, Ν
(για θέατρο) αθρόα προσέλευση θεατών, υπερπλήρωση τού θεάτρου, το να καταλαμβάνονται όλες οι θέσεις, η γεμάτη αίθουσα («γνώρισε μεγάλες πιένες» — σημείωσε μεγάλη επιτυχία)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piena < pieno «γεμάτος» < λατ. plenus «πλήρης, γεμάτος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιένα — η (λ. ιταλ.), μεγάλη προσέλευση θεατών σε θέατρο, συναυλία κτλ.: Έχει πιένα απόψε στο Κρατικό Θέατρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”